-
1 двоюродный
двоюродный: \двоюродный брат о (ε)ξάδερφος \двоюродныйая сестра η (ε)ξαδέρφη* * *двою́родный брат — о (ε)ξάδερφος
двою́родная сестра́ — η (ε)ξαδέρφη
-
2 сестра
сестра ж 1) η αδερφή; двоюродная \сестра η (ε)ξάδερφη 2): медицинская \сестра η νοσοκόμα* * *ж1) η αδερφήдвою́родная сестра́ — η (ε)ξάδερφη
2)медици́нская сестра́ — η νοσοκόμα
См. также в других словарях:
εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… … Dictionary of Greek
ξάδερφος — ο, θηλ. ξαδέρφη και ξαδέρφισσα βλ. εξάδελφος … Dictionary of Greek
(ε)ξάδερφος — (ε)ξάδερφος, ο (ε)ξάδερφος, ο και αξάδερφος, ο θηλ. (ε)ξαδέρφη και αξαδέρφη και ισσα συγγενική σχέση μεταξύ των παιδιών των αδερφών (πρώτοι εξάδερφοι) ή των παιδιών των εξαδέρφων (δεύτεροι εξάδερφοι) ή των παιδιών των δεύτερων εξαδέρφων (τρίτοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαδέρφι — ξαδέρφι, το και ξάδερφος, ο θηλ. ξαδέρφη ο γιος ή η θυγατέρα του θείου ή της θείας μας: Όπου έχει δώδεκα αδερφούς και τριάντα δυο ξαδέρφια (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)